Το μυστήριο των στιγμών

demon December 14th, 2007

Μπες στο τρενάκι και κάνε το γύρω της ζωής σου… Δε θες να ξέρεις τι θα γίνει, μόνο ότι θα γίνει!

Κοίτα μέσα από τα φινιστρίνια στη σειρά, τον ήλιο να ανατέλλει, τις καμινάδες να καπνίζουν, τις φάσεις της σελήνης, την αναγέννηση της πεταλούδας.

Νότες στη σειρά, χαλαρές, άλλες πάνω άλλες κάτω από το πεντάγραμμο. Δύο κλειδιά, τέσσερις φωνές, ένα οπερετικό σύνολο από εκρήξεις και λυρικότητες, ανάσες και παλλόμενα σωθικά.

Νοικοκύρεψε τα όνειρά σου μέσα στα καθίσματα κι άστα να ταξιδέψουν, να πάρουν ιδέες, να βγάλουν φωτογραφίες, να ξαποστάσουν σε πόλεις και κανάλια, να αποκτήσουν σουβενίρ από χείλη που γεύτηκαν και κορμιά που δε θα διαβάσουν.

Δέσου πάνω στο γεράκι και κάνε επίθεση στις πιο μυτερές κορυφές, στα πιο γλιστερά, απόκρημνα και κατακόρυφα βράχια, σε πλαγιές ασπρομαλλούσες  με καφετιά, τρύπια και γεμάτα φραμπαλάδες φουστάνια.

Η μόνη υπόσχεση που δίνω είναι ότι δεν θα πάψω ποτέ μου να φαντάζομαι, να σκέφτομαι, να ονειροπολώ, να θέλω, να δίνω μορφή.

Να παίρνω μορφή.

Πάνω στα πουλιά και τα θηλαστικά, τις πύρινες τούφες και τις καλοσχηματισμένες καμπύλες του νερού.

Πυρ και ύδωρ, η ζωή μου η ίδια μια συχνότητα. Η απουσία μου άμμος τυλιγμένη γύρω από τον αέρα και το πρόσωπό μου σκάλισμα πάνω σε γη.

Πηγή: dorothyphoto.com

Είσαι εδώ;

demon December 1st, 2007

Άλλο ένα απόγευμα. Σάββατο πια. Έφυγαν οι καθημερινές μέρες, κύλησαν στον πάτο της κλεψύδρας. Θα ξανανεβούν στην επιφάνεια όταν ανατείλει η Δευτέρα και το χέρι αναποδογυρίσει τον αμμο-χρονομετρητή.

Μόλις έφτιαξα τσάι. Έριξα μέσα φρούτα του δάσους, μπας και με ξυπνήσουν οι γλυκερές, μεστές τους γεύσεις. Δεν ήθελα βοτάνια, δεν ήθελα καραμέλες και κανέλες. Ντυμένη με φόρμες και φούτερ, αθλητικά και χοντρές κάλτσες λες και θα βγω τώρα δα να τρέξω μίνι μαραθώνιο, κόβω βόλτες κι επιτηρώ το σπίτι. Εντάξει, καθαρούτσικο είναι. Ας ανοίξω τις βαριές μπλε κουρτίνες να μπει μέσα το απόγευμα. Να προλάβω λίγο φως.

Μπαίνω στο μπάνιο. Κοιτάζομαι στον μακρόστενο καθρέφτη. Εγώ είμαι αυτή; Μα τι έκανες στα μαλλιά σου; Τα άφησα να κοιμηθούν ίσως; Κοίτα δε θ’ανοίξω διάλογο μαζί σου. Είναι απόγευμα ακόμη και δεν έχω δυνάμεις για μακροβούτια. Ενόχλησέ με ξανά τα ξημερώματα. Τότε θα σε έχω ξεχάσει πλήρως!

Κάθομαι στην καρέκλα του γραφείου. Τραβιέμαι κοντά του. Κοιτάζω το γράμμα. Είναι τόσο αλλόκοτο. Ποιος να μου κάνει πλάκα άραγε; Ποιος μου το άφησε κάτω από την πόρτα; Δεν είμαι σίγουρη ότι θέλω να το ανοίξω. Γιατί μετά θα “κολλήσω” άγρια. Θα εθιστώ στο περιεχόμενο και τη γραφή του. Στο πρόσωπο που θα δω μέσα του.

Σηκώνομαι κι ανοίγω την μπαλκονόπορτα. Βγαίνω έξω. Ψόφος. Πλάκα-πλάκα, μήπως να πάω να τρέξω; Μήπως να ανέβω Λυκαβηττό και με μεγάλες ρουφηξιές ν’αφανίσω την πόλη; Βαριέμαι. Και μου τη σπάει όταν συμβαίνει αυτό. Για την ακρίβεια το σιχαίνομαι. Εγώ ποτέ δε βαριέμαι! Είναι αρχή μου. Όσο μπορεί να ‘ναι…

Πιάνω το στιλό κι ανοίγω το ημερολόγιό μου. Κοιτάζω και φυλλομετρώ. Πολλές άδειες σελίδες γαμώτο. Μα που ήμουν; Γιατί με αμέλησα; Τελευταία φορά έγραψα τον Αύγουστο; Τι;

Ξαναγγίζω το γράμμα. Τοποθετώ το χέρι μου πάνω στην επιφάνειά του και προσπαθώ να αιστανθώ, να “δω” μέσα του. Μπα. Χάνω τις δυνάμεις μου. Αρπάζω αιμοβόρικα το κοπίδι και το χώνω στη σαλιωμένη γλώσσα του φακέλου. Με μια κίνηση απ’άκρη σ’άκρη γυμνώνω το περιεχόμενο.

…           Μα αυτή είμαι εγώ!

Φύσα τις στιγμές

demon November 27th, 2007

~Κάθε στιγμή είναι μια αρχή που ανασαίνει. Απλώς πεθαίνει πολύ γρήγορα. Είναι όμως μια αρχή, γι’αυτό κι έχει τόση σημασία.~

Πρόσφατα άφησα αυτές τις προτάσεις ως σχόλιο σε κάποιο αξιόλογο blog. Και μόλις τις αποτύπωσα, το ξανασκέφτηκα. Ρε συ, αυτές αξίζουν, είναι καλές. Ας τις κρατήσω κι ας γεννήσω μέσα από αυτές.

Γιατί οι περισσότεροι πιστεύουμε πως αξίζει να ζούμε κυρίως για τις στιγμές της ζωής μας; Αφού διαρκούν τόσο λίγο. Όσο το ταξίδι μια σταγόνας, όσο το κατακόρυφο 100άρι μιας αστραπής, όσο να γλείψει το κύμα το βότσαλο της άμμου. Είναι σαν την Tinker Bell, το μικροσκοπικό, μαγικό πλάσμα που περικυκλώνει με αστερόσκονη τις φτερωτές αταξίες του Πίτερ Παν!

“Κάθε φορά που ένα παιδί δηλώνει πως δεν πιστεύει στις νεράιδες, μία πεθαίνει”. Να μια στιγμή. Δυο στιγμές.
Σκέφτομαι πόσες φορές έχω πει κι εγώ αυτή τη φράση: “Αξίζει να ζω για αυτές ακριβώς τις στιγμές”. Είναι σαν τα αστέρια που (νομίζουμε πως) πέφτουν. Τα βλέπεις εκεί ψηλά, ετοιμόρροπα, κρεμασμένα από ξεφτισμένα κορδόνια, αγκιστρωμένα από το πουθενά και ξέρεις ότι θα πέσουν, θα σπάσουν και θα σβήσουν. Αλλά δε σε νοιάζει. Αναπηδά το μάτι σου μόλις μοιραστείς το ταξίδι των 3 δευτερολέπτων. Ενθουσιάζεσαι με το θάνατο των αστεριών. Με τη στιγμή της κηδείας. Κι ενώ είναι τόσο σύντομη αυτή η πορεία, λαχταράς να τη ζήσεις, ξανά και ξανά.

Τι γίνεται όμως με τις μαύρες στιγμές; Πως μπορείς να λες ότι οι στιγμές είναι που αξίζουν, όταν στο χρόνο σου έχουν εισβάλλει και αυτές, οι θλιβερές; Ή μήπως αυτές δεν είναι στιγμές; Μήπως διαρκούν πάντα παραπάνω; Έτσι, για να διαφέρουν; Νομίζω ότι οι αρνητικές στιγμές έχουν μεγαλύτερη διάρκεια. Αρχή, μέση και τέλος.

Οι άσπρες στιγμές είναι εισπνοή, οι μαύρες είναι εκπνοή.

Κι αν σου λέγαν να προσθέσεις ή να αφαιρέσεις τι θα έκανες;

the wave

Πηγή: www.novaksblog.com